Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ύσπορος — ὁ, ΜΑ (ως ονομασία ποταμού) πέρασμα χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. ανατολικής προέλευσης, σχηματισμένη κατ επίδραση τού Βόσπορος] … Dictionary of Greek
Ὕσπορον — Ὕσπορος Swineford masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)